παρατεταγμένου

παρατεταγμένου
παρατάσσω
place
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ …   Dictionary of Greek

  • προστέλλω — Α [στέλλω] 1. καλύπτω, προστατεύω κάποιον («διὰ τό... προστέλλειν τὰ γυμνὰ ἕκαστον... τῇ τοῡ ἐν δεξιᾷ παρατεταγμένου ἀσπίδι», Δίων Κάσσ.) 2. μέσ. προστέλλομαι στέλνω κάποιον στην πρώτη γραμμή τού πολέμου για να πολεμήσει ως πρόμαχος («δίκη δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”